εὔστολος
Look at other dictionaries:
εύστολος — εὔστολος, ον (ΑΜ) 1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος 2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος») 3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολον το ωραίο παράστημα μσν. 1. ασφαλής, βολικός … Dictionary of Greek
εὔστολος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόλως — εὔστολος adverbial εὔστολος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔστολον — εὔστολος masc/fem acc sg εὔστολος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόλου — εὔστολος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόλους — εὔστολος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόλων — εὔστολος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστολία — εὐστολία, ἡ (Μ) [εύστολος] καλή παράταξη στόλου … Dictionary of Greek